λελογισμενως

λελογισμενως
    λελογισμένως
    adv.
    1) рассчитывая, с (таким) расчетом
    

(λ. ὅκως ἂν … Her.)

    2) с умом, разумно, рассудительно
    

(λ. μᾶλλον ἢ σθένει Eur.; ποιεῖν τι Plut.)


Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Смотреть что такое "λελογισμενως" в других словарях:

  • λελογισμένως — according to calculation indeclform (adverb) λογίζομαι count perf part mp masc acc pl (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λελογισμένως — και α (Α λελογισμένως) επίρρ. με προσοχή, με περίσκεψη. [ΕΤΥΜΟΛ. < λελογισμένος, μτχ. τού λελόγισμαι, παρακμ. τού λογίζομαι «υπολογίζω»] …   Dictionary of Greek

  • παράταξη — η / παράταξις, άξεως, ΝΜΑ [παρατάσσω] η πράξη και το αποτέλεσμα τού παρατάσσω ή παρατάσσομαι, η τοποθέτηση τού ενός κοντά στον άλλο προκειμένου για περισσότερα από ένα άτομα, η τοποθέτηση στη σειρά, το αράδιασμα πραγμάτων νεοελλ. 1. η τάξη, η… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»